- προσαικάλλω
- προσαικάλλω,A fawn upon, prob. in Plu.2.974a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσαικάλλω — Α κολακεύω κάποιον με χαμέρπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰκάλλω «θωπεύω, κολακεύω»] … Dictionary of Greek